- ἐξηκόντισα
- ἐξακοντίζωdartaor ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξακοντίζω — (AM ἐξακοντίζω) [ακοντίζω] 1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω («ὁ ἥλιος ἐξακοντίζει τὶς ἀχτίδες του») 2. (για λόγια) απευθύνω με παρρησία ή με αναίδεια («εξακόντισε βαριά κατηγορία») αρχ. 1. χτυπώ από απόσταση 2. ρίχνω ακόντιο 3. φεύγω γρήγορα, με… … Dictionary of Greek